Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Μανουήλ Kομνηνός (Ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη)


Μανουήλ Kομνηνός (Ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη)

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.


Ποιήματα 1897-1933



Το συγκεκριμένο ποίημα το έγραψε ο Καβάφης για τον Μανουήλ Α Κομνηνό τον Μέγα, ο οποίος απεβίωσε παρά τις αντίθετες προβλέψεις των αστρολόγων της Αυλής τον Σεπτέμβριο του 1180. Λίγο πριν το θάνατο του απογοητευμένος από την ήττα του στο Μυριοκέφαλον, έγινε μοναχός.
Στη Χρονική Διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη περί του θανάτου του Μανουήλ Κομνηνού βλέπουμε πως ο Καβάφης κράτησε στο σχετικό ποίημα του τα βασικά ιστορικά στοιχεία και απέδωσε ποιητικά μεν, πιστά δε το ιστορικό γεγονός:

Θάνατος του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180)

Κατήρξατο μεν ουν τω βασιλεί τα της νόσου προ του Μαρτίου μηνός, ο δ' αυτοκράτωρ επιστάντος του Σεπτεμβρίου το ζήν εξεμέτρησεν.
Ούτος δ' αρχήθεν ου παρεδέχετο οπωσούν ως ήγγικεν εκείνω το τελευτάν, αλλ' ευ ειδέναι διετείνετο ως ενιαυτοί ζωής έτεροι δεκατέσσαρες αυτώ επιδαψιλεύονται. οι δε παντοδήλητοι αστροφάντορες και περί ερωτικά, κατ' αυτούς ειπείν, τον βασιλέα σχολάσειν απετόλμων λέγειν ανασφήλαντα της νόσου μετά βραχύ. Αλλ' όπερ έλεγον, ο βασιλεύς, επειδή τα της νόσου επέτεινε, και γνούς έτι πλέον εντεύθεν τας του ζήν απαλειφομένας ελπίδας και οίον καθ' υγρών τυπουμένας και την προθεσμίαν ήδη ανυπεξάλυκτον, ολίγα περί παιδός Αλεξίου τοις περιεστώσι διείλεκται κεράσας οιμωγαίς τα ρήματα εκ του προοράν οίον τα μετά την εκείνου συμβησόμενα έξοδον. Αλλά και περί της αστρονομίας υποθήκη του πατριάρχου βραχύν τινα χάρτην υπεσημήνατο προς την εναντίαν δόξαν μεθαρμοσθείς. Τέλος δε και αυτός τη αρτηρία προσάγων την χείρα και τας κινήσεις του σφυγμού γνωματεύων βύθιόν τι στενάξας και πλήξας τη χειρί τον μηρόν το μοναδικόν σχήμα ήτησε, θορύβου δε, ως εικός, επί τω ρήματι τούτω αρθέντος και της πνευματικωτέρας αμφιάσεως εχούσης το απαράσκευον, τριβωνίου μέλανος οι περί τον βασιλέα οθενούν ευπορήσαντες περιδύουσι μεν αυτόν τα μαλακά και αρχικά άμφια, επενδύουσι δε το τραχύ της κατά θεόν πολιτείας ένδυμα, εις οπλίτην μετημειφότες πνευματικόν κράνει τε θειοτέρω και θώρακι σεμνοτέρω, τω ουρανίω στρατολογήσαντες ηγεμόνι.

 Ένα πολύ σημαντικό σημείο του ποιήματος του Καβάφη που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο είναι εκεί που ο ποιητής λέγει πως:

"…εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί,...". Στο σημείο αυτό και συγκεκριμένα με την πρόταση"παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται..." ο Καβάφης φέρνει στη μνήμη το γεγονός ενός άγραφου νόμου, που ήθελε του Αυτοκράτορες του Βυζαντίου να αποσύρονται των εγκοσμίων και να αφιερώνονται στο θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου